- κορδιάζω
- κορδιάζω (Μ)1. (μτβ.) συσχετίζω, συνταιριάζω2. (αμτβ.) έρχομαι σε συνεννόηση ή κλείνω συμφωνία3. φρ. «κορδιάζω στοίχημα» — κλείνω συμφωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. acorder ή < βεν. acordar].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορδίασμαν — κορδίασμαν, τὸ (Μ) [κορδιάζω] συμφωνία … Dictionary of Greek